-
1 νεότοκος
νεό-τοκος, ον,II parox. νεοτόκος, ον, [voice] Act., having just brought forth, E.Ba. 701, Aret.CA2.3; , Plu.2.320d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεότοκος
См. также в других словарях:
νεοτόκος — ο (Α νεοτόκος και νεητόκος, ον) αυτός που γέννησε πρόσφατα («λύκαινα νεοτόκος σπαργῶσα τοὺς μαστούς», Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + τόκος (< τίκτω), πρβλ. θεο τόκος, τελειο τόκος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.] … Dictionary of Greek